- μπεζεβέγκης
- ο , μπεζεβέγκισσα η1) бран. негодяй, -ка, мерзав|ец, -ка, подлец; 2) сводн|ик, -я
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπεζεβέγκης — και μπεζεβένης και πεζεβέγκης, ο, θηλ. ισσα (Μ. μπεζεβέγκης, θηλ. μπεζεβέγκισσα) μαστροπός, ρουφιάνος νεοελ. αχρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pezevenk] … Dictionary of Greek
μπεζεβένης — και πεζεβένης, ο, θηλ. ισσα βλ. μπεζεβέγκης … Dictionary of Greek
πεζεβέγκης — και πεζεβέντης και πεζεβένης, ο, θηλ. α και ισσα βλ. μπεζεβέγκης … Dictionary of Greek